- μανόσπορος
- μανόσπορος, -ον (Α)ο αραιά σπαρμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + σπόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανόσπορος — thinly sown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανοσπόρων — μανόσπορος thinly sown masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανοσπορώ — μανοσπορῶ, έω (Α) [μανόσπορος] σπέρνω αραιά … Dictionary of Greek